- βοτανικόν
- βοτανικόςof herbsmasc acc sgβοτανικόςof herbsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καββάδας, Δημήτριος — (Κέρκυρα 1893 – 1971). Βοτανολόγος. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στα πανεπιστήμια Αθηνών και Νανσί και ειδικεύτηκε στη φυτοπαθολογία στον Σταθμό Φυτοπαθολογικών Ερευνών του Παρισιού. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον… … Dictionary of Greek
Πύρρος, Διονύσιος — (Καστανιά, Θεσσαλία 1777 – Αθήνα 1853). Ιατροφιλόσοφος, δάσκαλος και συγγραφέας. Φιλομαθής και αποδημητική φύση, σπούδαζε και δίδασκε μετακινούμενος συνεχώς από τόπο σε τόπο, σχεδόν μέχρι τα σαράντα του χρόνια: καλόγερος αρχικά στα Μετέωρα,… … Dictionary of Greek